- μαχαιροποιός
- ο ножовщик, специалист по изготовлению ножей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαχαιροποιός — maker of cutlery masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροποιός — ο (Α μαχαιροποιός) ο κατασκευαστής μαχαιριών («ἐπεκαλεῑτο δὲ μαχαιροποιὸς ἐργαστήριον ἔχων μέγα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + ποιός*] … Dictionary of Greek
μαχαιροποιόν — μαχαιροποιός maker of cutlery masc/fem acc sg μαχαιροποιός maker of cutlery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροποιοῦ — μαχαιροποιός maker of cutlery masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροποιούς — μαχαιροποιός maker of cutlery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροποιῶν — μαχαιροποιός maker of cutlery masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μαχαιράς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 420 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, Δ της λίμνης Οζερού, 70 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστακού. * * *… … Dictionary of Greek
μαχαιροποιείον — μαχαιροποιεῑον, τὸ (Α) [μαχαιροποιός] εργαστήριο κατασκευής μαχαιριών («τὸ δὲ μαχαιροποιεῑον οὐκ ἔλαττον ἢ τοσοῡτον ἕτερον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
μαχαιρουργός — μαχαιρουργός, όν (Μ) μαχαιροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek